Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2017

Η παροιμιώδης φράση του φουστανελοφόρου βουλευτή Δωρίδας Ι. Κόταρη

 «Κλιέφτω, κλιέφτεις, κλιέφτει»

του Παύλου Παπανότη, συνταξιούχου εκπαιδευτικού

 Κατά τη δεκαετία του 1870 η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα ήταν ασταθής με συνέπεια τη διεξαγωγή αλλεπάλληλων εκλογών (1872, 1873, 1874, 1875). Στις εκλογές που έγιναν την 23η Σεπτεμβρίου 1879 οι κάτοικοι της Δωρίδας εξέλεξαν τον Ιωάννη Κόταρη. (Ίσως είχε εκλεγεί και σε κάποια από τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις.)




    Ο φουστανελοφόρος βουλευτής είχε λίγες γραμματικές γνώσεις, αλλά ήταν ευφυής, ευθύς, ετοιμόλογος και καυστικός. Κάποτε ανέβηκε στο βήμα της Βουλής για να μιλήσει για την παρατηρούμενη τότε διαφθορά στη δημόσια ζωή της χώρας. Ορισμένοι βουλευτές, για τους οποίους υπήρχαν φήμες ότι «λαδώνονταν», άρχισαν να τον χλευάζουν. Ένας μάλιστα από αυτούς, παίρνοντας αφορμή από ένα γραμματικό λάθος που έκανε ο ρήτορας κατά την αγόρευσή του, τον ρώτησε:

–          «μέχρι ποίου σημείου της γραμματικής εμαθητεύσατε;»

   Ο Κόταρης, διατηρώντας την ψυχραιμία του, του απάντησε με τη ρουμελιώτικη προφορά του:

–          «έως το κλιέφτω, κλιέφτεις, κλιέφτει».

   Η απάντησή του εξέπληξε τους πάντες και αποτέλεσε κύριο θέμα δημοσιογράφων, γελοιογράφων και σατιρικών ποιητών της εποχής, οι οποίοι την εξέλαβαν ως κυνική ομολογία για την πολιτική διαφθορά. Όμως η φράση που εκστόμισε ο Ι. Κόταρης  σε κάποια συνεδρίαση του Κοινοβουλίου κατά την περίοδο 1879 – 1881 (έκτοτε δεν επανεξελέγη βουλευτής) έμεινε παροιμιώδης.

Μνεία στον άσημο αυτό βουλευτή έκανε ο Γιώργος Σουρής. Στην ποιητική του σύνθεση «Φασουλής Φιλόσοφος» έγραψε:
                              «Ως Έλλην δε και ποιητής καθόλου δεν ξεχάνει (=ξεχνάει)
                              μήτε το «Έλληνες εσμέν» του λάλου (= του φλύαρου) Δεληγιάννη,
                              μηδέ και το Τρικούπειον ρητόν θα λησμονήση
                              πως «η Ελλάς προώρισται να ζήση και θα ζήση»,
                              προπάντων δε του Κότταρη το «κλιέφτω, κλιέφτεις, κλιέφτει»,
                              που τους Ρωμιούς οιστρηλατεί κι εις όλους βάζει νέφτι».

Ακόμη στο «Ρωμηό» του ο Σουρής στηλιτεύοντας το σκάνδαλο των «Λαυρεωτικών», όπου οικονομικοί παράγοντες, προεξάρχοντος του Ανδρέα Συγγρού, «έφαγαν τα λεφτά του κοσμάκη» πουλώντας μετοχές φούσκες έκανε και πάλι αναφορά στη ρήση του Ι. Κόταρη:
                              «Και ο ψωμάς κι ο φούρναρης και ο στοιχειοθέτης
                              σε μετοχαίς και Λαύρια τον οβολό του χάνει,
                              κι εσκέφθη τότε ο Τσιγγρός, αυτός ο ευεργέτης,
                              για τους πτωχούς τω πνεύματι Κατάστημα να κάνει.
                              Κι εις τούτο έτρεξαν πολλοί σαν να τους είχαν νέφτι
                              κι εφώναξε ο Κότταρης το «κλιέφτω, κλιέφτεις, κλιέφτει».
(Διευκρίνιση: το κατάστημα που αναφέρει ο ποιητής είναι το Πτωχοκομείο Αθηνών, το οποίο ίδρυσε ο Ανδρέας Συγγρός.)

Την καλύτερη κριτική της παροιμιώδους φράσης του Ιωάννη Κόταρη την έκανε ένας αρθρογράφος του ΕΜΠΡΟΣ (φύλλο της 23ης Αυγούστου 1909). Στο άρθρο του, το οποίο έγραψε εξ αφορμής μιας επιστολής που έστειλε τότε ο παλιός βουλευτής στην εφημερίδα, μεταξύ άλλων τόνιζε: «Η ιστορία του Κόταρη είναι η φράσις αυτή[.]. Όλοι επαναλαμβάνουν την φράσιν του την τόσον αφελώς δηκτικήν και παραστατικήν της φαγεδαίνης(= της αρρωστημένης και διαβρωτικής κατάστασης), ήτις ωνομάσθη πολιτική συναλλαγή και πολιτική διαφθορά[.]. Σχεδόν οσάκις αναφέρεται η ιστορική του φράσις συνοδεύεται με το επιφώνημα «Αθάνατε Κόταρη !». Η κοινή θέλησις τον θέλει αθάνατον».

Τη ρήση του βουλευτή Δωρίδας τη χρησιμοποίησε και ένας αρθρογράφος της εφημερίδας ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (φύλλο της 10ης Ιουνίου 1924), για να στηλιτεύσει την ανοχή του λαού προς όλους εκείνους που καταχρώνται δημόσιο χρήμα: «Ευρίσκομεν τόσο φυσικόν το να κλέπτη κανείς, εφ’ όσον διαχειρίζεται χρήμα. Και τι χρήμα! Χρήμα του Δημοσίου. Αδέσποτον χρήμα. Χρήμα αφημένον εις την τύχην. Χρήμα για κλέψιμο. Να, αυτό το χρήμα κλέπτουν οι καταχρασταί  και γλεντούν εις βάρος του λαού[.]. Ας ενθυμηθώμεν την παλαιάν των ημερών εποχήν, ότε από του βήματος της Βουλής ηκούσθη το «κλιέφτω, κλιέφτεις, κλιέφτει! Και τι νομίζετε ότι εκλέπτετο τότε; Ένα εικοσιπεντάρικο ή το πολύ ένα κατοστάρικο από το κεντρικό ταμείο, γιατί τόσον ήτο όλον του το περιεχόμενον».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.